Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ся αραιώνομαι

См. также в других словарях:

  • αραιώνομαι — αραιώνομαι, αραιώθηκα, αραιωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: αραιώνω, αραιώνομαι : χρησιμοποιείται σπάνια στην παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια → με αραιώνει κάποιος. Το αραιώνω σημαίνει και κάνω κάτι αραιό ή λιγότερο πυκνό και → γίνομαι αραιός ή… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αραιώνω — αραιώνω, αραίωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: αραιώνω, αραιώνομαι : χρησιμοποιείται σπάνια στην παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια → με αραιώνει κάποιος. Το αραιώνω σημαίνει και κάνω κάτι αραιό ή λιγότερο πυκνό και → γίνομαι αραιός ή λιγότερο πυκνός …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»