-
1 разбавлять
αραιώνω, διαλύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разбавлять
-
2 рассредоточиваться
рассредоточивать||сяἀραιώνομαι, (δια)σκορπίζομαι. -
3 рассредоточиваться
[ρασσριντατότσιβατσα] ρ. αραιώνομαι -
4 рассредоточиваться
[ρασσριντατότσιβατσα] ρ αραιώνομαι -
5 прореживать
-
6 разбавить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. αραιώνω• νερώνω•разбавить краску αραιώνω το χρώμα•
разбавить вино, молоко νερώνω το κρασί, το γάλα,
2. μτφ. ελαττώνω, μειώνω την αξία,αραιώνομαι (για υγρά). -
7 разжидить
-жижу, -жидишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разжиженный, βρ: -жен, жена, -женоρ.σ.μ. νερουλιάζω• αραιώνω• κάνω υδαρέστερο•сутг αραιώνω τη σούπα.
νερουλιάζω• αραιώνομαι, γίνομαι υδσ.ρέστερος. -
8 рассредоточить
-чу, -чишьρ.σ.μ. αποκεντρώνω• κατατέμνω, αραιώνω.αποκεντρώνομαι, κατατέμνομαι, αραιώνομαι,.
См. также в других словарях:
αραιώνομαι — αραιώνομαι, αραιώθηκα, αραιωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: αραιώνω, αραιώνομαι : χρησιμοποιείται σπάνια στην παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια → με αραιώνει κάποιος. Το αραιώνω σημαίνει και κάνω κάτι αραιό ή λιγότερο πυκνό και → γίνομαι αραιός ή… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αραιώνω — αραιώνω, αραίωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: αραιώνω, αραιώνομαι : χρησιμοποιείται σπάνια στην παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια → με αραιώνει κάποιος. Το αραιώνω σημαίνει και κάνω κάτι αραιό ή λιγότερο πυκνό και → γίνομαι αραιός ή λιγότερο πυκνός … Τα ρήματα της νέας ελληνικής